-
1 нижний
нижний 1) κατώτερος, από κάτω· \нижний этаж το κάτω πάτωμα 2): \нижнийее бельё το εσώρουχο* * *1) κατώτερος, από κάτωни́жний эта́ж — το κάτω πάτωμα
2)ни́жнее бельё — το εσώρουχο
-
2 нижний
-яя, -ееεπ.1. ο κάτω, ο κατώτερος•-яя члюсть η κάτω σιαγόνα•
-ие оконечности τα κάτω άκρα•
нижний этаж το εισώγειο.
|| ο υποκάτω, ο κάτω από μας•-ие жильцы οι κάτωθι μας κάτοικοι.
2. (για ποτάμια) ο κάτω•-ее течение ο κάτω ρους•
-яя волга ο κάτω Βόλγας.
3. εσωτερικός•-ее бель τα εσώρουχα.
4. (για ήχο) χαμηλότερος.εκφρ.нижний чин – παλ. στρατιώτης, φαντάρος. -
3 нижний
ни́жн||ийприл κατώτερος:\нижнийяя ступенька τό κάτω σκαλί, τό τελευταίο σκαλοπάτι· \нижнийяя часть города ἡ κάτω πόλις· \нижнийее течение реки́ ὁ κάτω ρους τοῦ ποταμού· \нижний этаж τό ϊσόγειο[ν]· \нижнийяя палуба τό ὑπόφραγμα· \нижнийее белье τά ἐσώρ-ρουχα· \нижнийяя юбка ἡ μεσόφουστα, τό με-σοφόρι· ◊ \нижнийяя палата полит ἡ κάτω Βουλή. -
4 нижний
[νίζνιϊ] εκ. κατώτερος -
5 нижний
[νίζνιϊ] επ κατώτερος -
6 мираж
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мираж